μέτασσαι

μέτασσαι
μέτασσα
thereafter
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μέτασσαι — μέτασσαι, αἱ (Α) (για αιγοπρόβατα) τα όψιμα αρνιά («χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ αὖθ ἕρσαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μετεπιρρηματικό επίθ. < μετά + επίθημα τι αι (< IE * tyo , πρβλ. αρχ. ινδ. apa tya , amᾱ tya , nitya ), βλ.… …   Dictionary of Greek

  • έπισσα — ἔπισσα, ἡ (Α) αυτή που γεννήθηκε αργότερα ή τελευταία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός σχηματισμός προς το μέτασσαι* «μεταγενέστερες». Εμφανίζει επίθημα τι αι (πρβλ. περισσός)] …   Dictionary of Greek

  • μέτασσα — μέτασσα, τὰ (Α) αυτά που ακολουθούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτασσαι*(αἱ), με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”